- λεχούσα
- η (Μ λεχούσα)λεχώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεχώ, κατά τα θηλ. σε -ούσα (πρβλ. πατ-ούσα «πέλμα τού ποδιού»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεχούσα — η η λεχώνα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοχούσα — λοχοῡσα, ἡ (Μ) λεχώνα, λεχούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεχούσα, με επίδραση τού λόχος] … Dictionary of Greek
Alonissos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) DEC … Deutsch Wikipedia
Alonnisos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) … Deutsch Wikipedia
Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer … Deutsch Wikipedia
-ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… … Dictionary of Greek
απανταχούσα — η 1. πατριαρχική εγκύκλιος 2. εγκύκλιος αρχιερέα ή ηγουμένου την οποία απευθύνει προς το ποίμνιο ή τους μοναχούς που ανήκουν στη δικαιοδοσία του 3. επιτιμητικό έγγραφο ή επιστολή 4. αυστηρή επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απανταχού + (κατάλ.) σα κατά τα… … Dictionary of Greek
λεχουσιά — η [λεχούσα] λεχωνιά … Dictionary of Greek
πατούσα — και πατούνα και πατούχα, η 1. το πέλμα τού ανθρώπινου ποδιού 2. συνεκδ. το μέρος τής κάλτσας που αντιστοιχεί στην πατούσα, στο πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τής μτχ. τού ρ. πατώ. Ο τ. πατούνα < πατούσα κατ επίδραση της λ.… … Dictionary of Greek
lăuză — LĂÚZĂ, lăuze, s.f. Femeie care se află în primele 6 8 săptămâni după o naştere. [var.: lăhúză, lehúză s.f.] – Din ngr. lehúsa. Trimis de ionel bufu, 18.05.2004. Sursa: DEX 98 LĂÚZĂ s. (prin Transilv.) chendelă, slabă. Trimis de siveco,… … Dicționar Român